- μεταχειρίζομαι
- (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργμεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι)1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη»)2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συμπεριφέρομαι σε κάποιον κατά ορισμένο τρόπο («μεταχειρίζεται καλά τους υπαλλήλους του»)3. (για γιατρούς) υποβάλλω κάποιον σε θεραπεία, εφαρμόζω θεραπευτική μέθοδο ή φάρμακο για να θεραπεύσω κάποιον («μεταχειρίζεται πολύ συχνά την ομοιοπαθητική»)νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεταχειρισμένος, -η, -οαυτός που δεν είναι καινούργιος, επειδή έχει ξαναχρησιμοποιηθεί («είναι τόσο φτωχός, που φοράει πάντοτε μεταχειρισμένα παπούτσια»)νεοελλ.-μσν.χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον προς όφελός μου ή για ευκολία μου ή χρησιμοποιώ διάφορους τρόπους ή μέσα επιδιώκοντας κάποιο σκοπό («αυτός είναι τόσο αδίστακτος ώστε μπορεί να μεταχειριστεί κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει»μσν.1. επιχειρώ2. (σχετικά με πόλεμο) διεξάγω || (μσν.-αρχ.)1. χειρίζομαι υπόθεση, αντιμετωπίζω2. (ο παρακμ.) μετακεχείρισμαι(σχετικά με αξίωμα, εξουσία ή χρήματα) έχω λάβει, έχω καταλάβει και έχω διαχειριστεί («τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται»Πλάτ.)αρχ.1. κρατώ κάτι στο χέρι μου και τό διευθύνω, τό διοικώ κατά την προσωπική μου βούληση ή κρίση («Πηνελόπης τινὰ ἐναντίως ἱστὸν μεταχειριζομένης», Πλάτ.)2. διευθετώ, τακτοποιώ («καλῶς γ' ἄν σὺ οὐ πρᾱγμα προσπεσόν σοι... μεταχειρίσαιο χρηστῶς», Αριστοφ.)3. καθοδηγώ («ὁ σὸς νοῡς ἐνὼν τὸ σὸν σῶμα ὅπως βούλεται μεταχειρίζεται», Ξεν.)4. ασκώ μια επιστήμη ή τέχνη, επιδίδομαι σε κάτι ή καταγίνομαι με κάτι5. (με απρμφ.) προσπαθώ να κάνω κάτι, ασκούμαι στην εκτέλεση μιας πράξης6. σκοτώνω7. ετοιμάζω κατάπλασμα8. (το ενεργ.) μεταβάλλω τη χρήση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χειρίζω / χειρίζομαι «μεταχειρίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.